συσταίνω

συσταίνω

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "συσταίνω" в других словарях:

  • συσταίνω — και συστένω Ν βλ. συστήνω …   Dictionary of Greek

  • συσταίνω — βλ. συνιστώ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καλοσυσταίνω — και καλοσυστήνω 1. δίνω καλές συστάσεις για κάποιον 2. περιποιώ τιμή σε κάποιον, προσθέτω στην καλή φήμη και υπόληψη κάποιου («αυτά που κάνεις δεν σέ καλοσυσταίνουν»). [ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο) * (< επίρρ. καλά) + συσταίνω / συστήνω] …   Dictionary of Greek

  • καμαροσυσταμένος — καμαροσυσταμένος, η, ον (Μ) αυτός που αποτελείται από καμάρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < καμάρα + μτχ. παθ. παρακμ. τού συσταίνω] …   Dictionary of Greek

  • συστήνω — και συσταίνω και συστένω Ν βλ. συνιστώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < συστήσω, υποτακτ. αορ. τού αρχ. συνίστημι (πρβλ. στήσω, βλ. λ. ἵστημι)] …   Dictionary of Greek

  • ανασυσταίνω — ησα, ήθηκα, ημένος, συσταίνω ξανά, ξαναϊδρύω: Η κυβέρνηση αποφάσισε να ανασυστήσει τα ειρηνοδικεία που είχαν καταργηθεί παλαιότερα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εισηγούμαι — εισηγήθηκα, εκθέτω σε άλλους τη γνώμη ή κρίση μου για κάποιο ζήτημα, κάνω εισήγηση, προτείνω, συσταίνω: Εισηγήθηκε την απόλυση του κατηγορούμενου με εγγύηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συνιστώ — και συσταίνω και συστήνω σύστησα, συστήθηκα, συστημένος 1. συγκροτώ: Συνιστώ σωματείο. 2. παρουσιάζω κάποιον σε άλλον, τον γνωρίζω σε κάποιον: Με σύστησε στη γυναίκα του. 3. συμβουλεύω: Σου συνιστώ να αποφύγεις αυτή την ενέργεια. – Δε σου συνιστώ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»